- κοντογυρίζω
- κοντογύρισα1. περιφέρομαι: Κοντογυρίζει κάτω από τα παράθυρά της.2. πολιορκώ κάποιον είτε ερωτικά είτε για να πετύχω κάτι: Την κοντογυρίζει τρεις μέρες τώρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.