κοντογυρίζω

κοντογυρίζω
κοντογύρισα
1. περιφέρομαι: Κοντογυρίζει κάτω από τα παράθυρά της.
2. πολιορκώ κάποιον είτε ερωτικά είτε για να πετύχω κάτι: Την κοντογυρίζει τρεις μέρες τώρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοντογυρίζω — (Μ κοντογυρίζω) νεοελλ. 1. περιφέρομαι, τριγυρίζω 2. προσπαθώ να καταφέρω κάτι 3. μτφ. πολιορκώ ερωτικά μσν. κάνω σύντομη στροφή προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + γυρίζω] …   Dictionary of Greek

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • κοντογύρισμα — κοντογύρισμα, τὸ (Μ) [κοντογυρίζω] μικρή κίνηση τού κορμιού, ελιγμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”